προβούλευμα

προβούλευμα
το, ΝΑ [προβουλεύω]
(στην αρχ. Αθήνα και στο αττ. δίκ.) προκαταρκτική απόφαση ή διάταξη ή σχέδιο νόμου το οποίο μετά από την επιψήφιση τής εκκλησίας τού δήμου επικυρωνόταν και καθίστατο βούλευμα, απόφαση
νεοελλ.
(κατά την προϊσχύσασα ποιν. δικ.) ενέργεια τού εισαγγελέα πρωτοδικών με την οποία απέρριπτε ως αβάσιμη μια μήνυση
αρχ.
(στους Ρωμαίους) απόφαση τής συγκλήτου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προβούλευμα — preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβούλευμα — το, ατος πράξη του εισαγγελέα πρωτοδικών με την οποία απορρίπτει μήνυση ως αβάσιμη κατά το νόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προβούλευμ' — προβούλευμα , προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Пробулевма — (προβούλευμα). Афинские законы требовали, чтобы каждый вопрос, подлежавший решению народного собрания, предварительно был рассмотрен советом 500 (булэ), который должен был высказать о нем свое мнение. Такое предварительное определение совета… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • προβουλευμάτια — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc pl προβουλευμάτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλεύμασιν — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλεύματα — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλεύματος — προβούλευμα preliminary decree of the senate neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με …   Dictionary of Greek

  • προβουλεύματ' — προβουλεύματα , προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc pl προβουλεύματι , προβούλευμα preliminary decree of the senate neut dat sg προβουλεύματε , προβούλευμα preliminary decree of the senate neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”